- οπλοδιορθωτής
- ο1. ειδικός τεχνίτης που ασχολείται με την επισκευή όπλων2. στρ. οπλίτης ειδικευμένος στον καθαρισμό και στην επισκευή όπλων.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπλον + διορθωτής. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον Δ. Ι. Κριεζή].
Dictionary of Greek. 2013.